προσεξελίσσω

Revision as of 00:30, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

   A unrol besides: of soldiers, wheel them half-round, Plb.6.40.13.

German (Pape)

[Seite 760] noch dazu auseinander wickeln, entwickeln, ein taktischer Ausdruck, Pol. 6, 40, 13.

Greek (Liddell-Scott)

προσεξελίσσω: ἐξελίσσω προσέτι· ἐπὶ στρατιωτῶν, ἐπιτάσσω αὐτοῖς ἑλιγμὸν πρὸς δεξιὰ ἢ ἀριστερά, Πολύβ. 6. 40, 13.

French (Bailly abrégé)

développer en outre ; amener en outre par un mouvement tournant.
Étymologie: πρός, ἐξελίσσω.

Greek Monolingual

Α
1. εκτυλίσσω, αναπτύσσω επί πλέον
2. (σχετικά με στρατιώτες) διατάζω ελιγμό προς τα δεξιά ή τα αριστερά («μιᾷ κινήσει τὸ μὲν τῶν ὁπλιτῶν σύστημα λαμβάνει παρατάξεως διάθεσιν, ἐὰν μή ποτε προσεξελίξαι δέῃ τοὺς ἀστάτους», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐξελίσσω «ξετυλίγω, (για στρατό) εκτελώ στρατιωτικές ασκήσεις»].

Greek Monotonic

προσεξελίσσω: μέλ. -ξω, εξελίσσω επιπλέον· λέγεται για στρατιώτες, επιτάσσω, διατάζω αυτούς σε ημικυκλικό ελιγμό, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

προσεξελίσσω: воен. сверх того совершать разворот, развертывать (sc. τοὺς στρατιώτας Polyb.).

Middle Liddell

fut. ξω
to unrol besides: of soldiers, to wheel them half-round, Polyb.