στρατήγιον

From LSJ
Revision as of 20:46, 4 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' τό<b class="num">1)" to "''' τό<br /><b class="num">1)")

Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men

Sophocles, Antigone, 940-942
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρᾰτήγιον Medium diacritics: στρατήγιον Low diacritics: στρατήγιον Capitals: ΣΤΡΑΤΗΓΙΟΝ
Transliteration A: stratḗgion Transliteration B: stratēgion Transliteration C: stratigion Beta Code: strath/gion

English (LSJ)

(in codd. sts. -εῖον, as D.L.1.50), τό,

   A general's tent, S. Aj.721.    2 at Athens, the place where the στρατηγοί held their sittings, Aeschin.2.85, 3.146, D.42.14, IG22.500.39, prob. in 12.77.19, 22.1479.66, cf. Plu.Per.37, Id.2.519b, D.L.1.50.    3 in Egypt, business-office of the στρατηγός, PPetr.2p.26 (iii B.C.).    4 = Lat. praetorium, Ph.Bel.102.5, Plb 6.31.1, D.H.5.28, 9.6, Plu.2.813e, D.C.53.16.    5 camp, Suid. (citing S. l.c.).

German (Pape)

[Seite 951] τό, = στρατηγεῖον; Soph. Ai. 708; Pol. 6, 31, 6 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στρᾰτήγιον: (ἐν Ἀντιγράφοις ἐνίοτε -εῖον), τό, ἡ σκηνὴ τοῦ στρατηγοῦ, Λατιν. praetorium, Σοφ. Αἴ. 721, Δημ. 1043. 11. 2) ἐν Ἀθήναις, ὁ τόπος ἔνθα συνηδρίαζον οἱ στρατηγοί, Αἰσχίν. 39. 24., 74. 21, Πλουτ. Περικλ. 37, κλ. 3) στρατόπεδον, Βυζ. (οὕτω δὲ ἐκλαμβάνουσί τινες τὴν λέξιν καὶ ἐν τῷ προμνησθέντι χωρίῳ τοῦ Σοφοκλ.), Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 tente du général;
2 local d’Athènes où les stratèges tenaient leurs séances.
Étymologie: στρατηγός.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
βλ. στρατηγείο.

Greek Monotonic

στρᾰτήγιον: τό,
1. σκηνή στρατηγού, Λατ. praetorium, σε Σοφ., Δημ.
2. στην Αθήνα, τόπος όπου συνεδρίαζαν στρατηγοί, σε Αισχίν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στρατήγιον -ου, τό [στρατηγός] veldheerstent.

Russian (Dvoretsky)

στρᾰτήγιον: τό
1) палатка полководца Soph., Dem.;
2) (в Афинах) стратегий (место совещаний стратегов) Aeschin., Plut.