τανίκα
From LSJ
ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.
English (LSJ)
Doric for τηνίκα.
German (Pape)
[Seite 1067] dor. statt τηνίκα.
Greek (Liddell-Scott)
τᾱνίκα: Δωρικ. ἀντὶ τηνίκα.
French (Bailly abrégé)
dor. c. τηνίκα.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. (δωρ. τ.) βλ. τηνίκα.
Greek Monotonic
τᾱνίκα: Δωρ. αντί τηνίκα.
Russian (Dvoretsky)
τᾱνίκα: adv. дор. = τηνίκα.