τετυφωμένως
χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → when a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him | when good men are being dragged down, anyone with worthy credentials must feel their pain | when the noble are afflicted, those who all their lives have been deemed loyal must mourn
English (LSJ)
Adv., (τυφόω)
A stupidly, D.23.137.
German (Pape)
[Seite 1101] adv. part. perf. pass. von τυφόω, thörichterweise, Dem. 23, 137.
Greek (Liddell-Scott)
τετῡφωμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ τυφόω, μετά τύφου, ἀνοήτως, ἠλιθίως, Δημ. 665. 13. 2) μετ’ οἰήσεως ἢ ἐπάρσεως, Κλήμ. Ἀλ. 191.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 stupidement;
2 d’une façon cachée.
Étymologie: τυφόω.
Greek Monolingual
Α
1. με έπαρση, με περηφάνεια
2. με ανόητο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. τετυφωμένος του τυφῶ «προξενώ αλαζονεία» + επιρρμ. κατάλ. -ως].
Greek Monotonic
τετυφωμένως: επιρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του τυφόω, ανόητα, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
τετῡφωμένως: бессмысленно, глупо Dem.