φορειαφόρος
From LSJ
ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)
English (LSJ)
v. φορεαφόρος.
German (Pape)
[Seite 1299] ὁ, = φορειοφόρος; richtigere Lesart für φορεαφόρος D. L. 5, 73; Plut. Galb. 25; s. Lob. Phryn. 656.
Greek Monolingual
και φορεαφόρος και φοριοφόρος, ὁ, Α
δούλος που μετέφερε φορτίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φορεῖον / φόριον + -φόρος. Το -α- τών τ. για μετρικούς λόγους].
Russian (Dvoretsky)
φορειᾱφόρος: ὁ несущий носилки, носильщик Plut.