χέννιον
μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow
English (LSJ)
τό,
A quail (Egyptian chennu), salted and eaten by the Egyptians, PSI4.428.21, 7.862.11 (iii B. C.), Hipparch.Epic. ap. Ath. 9.393c, AP9.377 (Pall.), PLond.2.239.12 (iv A. D.). II a kind of fish, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1349] τό, eine Wachtelart, die in Aegypten eingesalzen wurde; Hipparch. bei Ath. IX, 393 c; Pallad. 21 (IX, 377).
Greek (Liddell-Scott)
χέννιον: τό, εἶδος μικροῦ ὀρτυγίου ταριχευομένου καὶ ἐσθιομένου ὑπὸ τῶν Αἰγυπτίων, Ἵππαρχ. παρ’ Ἀθη. 393C, Ἀνθ. Παλατ. 9. 377. - Καθ’ Ἡσύχ.: «χεννίον (παροξυτ.)· ὀρνιθάριόν τι κατ’ Αἴγυπτον ταριχευόμενον, καὶ εἶδος ἰχθύος».
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
sorte de caille, oiseau.
Étymologie: DELG étym. inconnue.
Greek Monolingual
τὸ, Α
1. είδος ορτυκιού που το έτρωγαν παστό στην Αίγυπτο
2. ονομασία ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη πρόκειται για αιγυπτιακό δάνειο].
Greek Monotonic
χέννιον: τό, είδος μικρού ορτυκιού, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
χέννιον: τό перепел или коростель Anth.