διακάθαρσις

From LSJ
Revision as of 20:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακᾰθαρσις Medium diacritics: διακάθαρσις Low diacritics: διακάθαρσις Capitals: ΔΙΑΚΑΘΑΡΣΙΣ
Transliteration A: diakátharsis Transliteration B: diakatharsis Transliteration C: diakatharsis Beta Code: diaka/qarsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A thorough cleansing or purging, Pl.Lg.735d; ὤτων Erot.s.v. διαπτερώσιες.    II pruning, Thphr.HP2.7.2, CP3.7.5, dub.l. in Corn.ND 27.

German (Pape)

[Seite 580] ἡ, die Reinigung, Plat. Legg. V, 735 d; bes. von Bäumen, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

διακάθαρσις: -εως, ἡ, ἐντελὴς κάθαρσις, καθάρισις, Πλάτ. Νόμ. 735D. ΙΙ. κλάδευσις, Θεόφρ. Ι. Φ. 2. 7, 2, Αἰτ. Φ. 3. 7, 5, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 purification complète;
2 émondage.
Étymologie: διακαθαίρω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 purificación completa, plu. formas de depuración πολλῶν οὐσῶν τῶν διακαθάρσεων de una ciu., Pl.Lg.735d, τοῦ ὄμματος Procl.in Ti.1.30, cf. Dam.Pr.49
medic. purgación ὤτων Erot.34.5, Gal.12.649, Paul.Aeg.7.11.17.
2 de árboles poda, escamonda τῶν δένδρων Thphr.CP 2.12.6, cf. 3.7.5, HP 2.7.1, 3, τοῦ ὅλου φοινικῶνος PSoterichos 4.26 (I d.C.).

Greek Monolingual

η (AM διακάθαρσις) διακαθαίρω
1. πλήρης κάθαρση, εξαγνισμός
2. το κλάδεμα τών δέντρων.

Greek Monotonic

διακάθαρσις: -εως, ἡ, λεπτομερές, τέλειο, βαθύ καθάρισμα, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

διακάθαρσις: εως ἡ тщательная чистка, очищение Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διακάθαρσις -εως, ἡ [διακαθαίρω] (grondige) reiniging.

Middle Liddell

διακάθαρσις, εως [from διακαθαίρω
a thorough cleansing, Plat.