κιναχύρα

From LSJ
Revision as of 16:55, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῑνᾰχύρα Medium diacritics: κιναχύρα Low diacritics: κιναχύρα Capitals: ΚΙΝΑΧΥΡΑ
Transliteration A: kinachýra Transliteration B: kinachyra Transliteration C: kinachyra Beta Code: kinaxu/ra

English (LSJ)

[ῠ], ἡ,

   A sieve for bolting flour, Ar.Ec.730.

German (Pape)

[Seite 1439] ἡ, das Beutelsieb in der Mühle, die Kleie von dem Mehl zu sondern, Ar. Eccl. 730.

Greek (Liddell-Scott)

κῑνᾰχύρα: ἡ, εἶδος σάκκου ἢ πυκνοῦ κοσκίνου, «πυκνάδας», πρὸς κοσκίνισιν, τοῦ ἀλεύρου, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 730. ― Κατὰ τὸν Σχολ.: «κιναχύρα, ὄνομα δούλης».

Greek Monolingual

κιναχύρα, ἡ (Α)
είδος κόσκινου με το οποίο κοσκινιζόταν το αλεύρι.

Russian (Dvoretsky)

κῑνᾰχύρα: (ῠ) ἡ (ручная) веялка, сито Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κιναχύρα -ας, ἡ [κινέω, ἄχυρον] zeef.