κίγκλισις
καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance
English (LSJ)
εως, ἡ,
A quick, jerking movement, Hp.Art.71.
German (Pape)
[Seite 1436] ἡ, häufige, schnelle Bewegung, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
κίγκλῐσις: -εως, ἡ, ταχεῖα, ἐξαφνικὴ κίνησις, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 833· οὕτω κιγκλισμός, ὁ, αὐτόθι 791.
Greek Monolingual
κίγκλισις, -εως, ιων. γεν. -ιος, ἡ (Α) κιγκλίζω (II)]
ταχεία, ξαφνική κίνηση.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κίγκλισις -εως, ἡ [κιγκλίζω: kwispelen, wiebelen] (schokkende) beweging (van een lichaam).