κλωπεία
πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται → for everyone who exalts himself will be humbled, and he who humbles himself will be exalted (Luke 14:11)
English (LSJ)
ἡ,
A theft, Pl.Lg. 823b (pl.), Isoc.12.211, 218, v.l. in Str.15.3.18, Plu.Phil.4. II name of a dance, Juba 74:—κλοπεία is freq. as v.l. κλωπ-εύω, steal, X.An.6.1.1, Lac.2.7, Luc.Cat.1, Tox.49.
German (Pape)
[Seite 1458] ἡ, = κλοπεία, scheint überall nach den besseren mss. vorzuziehen, Plat. Legg. VII, 823 e u. Sp., wie Plut. Philop. 4.
Greek (Liddell-Scott)
κλωπεία: ἡ, κλοπή, Πλάτ. Νόμ. 823Β, Ἰσοκρ. 277Β, 278C, Στράβ. 734, κτλ.· ― οἱ ἡμαρτημ. τύποι, κλοπεία, κλοπεύω, εἶναι κοινοὶ ἐν τοῖς Ἀντιγράφ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
vol, larcin.
Étymologie: κλωπεύω.
Greek Monolingual
κλωπεία, ἡ (Α) κλωπεύω
1. κλοπή («α. λόγῳ μὲν ἐπὶ θήραν, ἔργῳ δ' ἐπί κλωπείαν τῶν ἐν τοῑς ἀγροῖς κατοικούντων», Ισοκρ)
2. είδος χορού.
Russian (Dvoretsky)
κλωπεία: ἡ кража, воровство Plat.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλωπεία -ας, ἡ [κλωπεύω] diefstal.