κυανανθής

From LSJ
Revision as of 10:30, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠανανθής Medium diacritics: κυανανθής Low diacritics: κυανανθής Capitals: ΚΥΑΝΑΝΘΗΣ
Transliteration A: kyananthḗs Transliteration B: kyananthēs Transliteration C: kyananthis Beta Code: kuananqh/s

English (LSJ)

ές,

   A of dark hue, of the sea, B.12.124.

Greek (Liddell-Scott)

κυανανθής: -ές, κυανόχρους, κυανανθέϊ... πόντῳ Βακχυλ. 12. 124 (ἔκδ. Blass.).

Greek Monolingual

κυανανθής, -ές (Α)
(για τη θάλασσα) κυανόχρωμος, αυτός που έχει κυανό, βαθύ γαλάζιο χρώμα («κυανανθέϊ... πόντῳ», Βακχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. κύανος + -ανθής (< ἄνθος), πρβλ. λευκ-ανθής, μελ-ανθής].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυανανθής -ές [κύανος, ἄνθος] met donkerblauwe glans.