πολυάχητος
From LSJ
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
English (LSJ)
[ᾱ], ον, Dor. for πολυήχητος.
German (Pape)
[Seite 660] = πολυήχητος, κῶμος, Eur. Alc. 921.
Greek (Liddell-Scott)
πολυάχητος: -ον, Δωρ. ἀντὶ πολυήχητος.
French (Bailly abrégé)
dor. c. πολυήχητος.
Greek Monolingual
-ον, Α
(δωρ. τ.) βλ. πολυήχητος.
Russian (Dvoretsky)
πολυάχητος: (ᾱ) дор. = πολυήχητος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυᾱ́χητος -ον [πολύς, ἠχέω] Dor., rumoerig.