ποταγωγίς
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
English (LSJ)
v. προσαγωγεύς.
German (Pape)
[Seite 688] ίδος, ἡ, Arist. pol. 5, 9, 3, wo Schneider ποταγωγίδης vorzieht, = προσαγωγίς, προσαγωγίδης.
Greek (Liddell-Scott)
ποτᾰγωγίς: ἴδε ἐν λ. προσαγωγεύς.
Russian (Dvoretsky)
ποτᾰγωγίς: ίδος ἡ дор. разведчица Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποταγωγίς -ίδος, ἡ [~ προσαγωγεύς] Dor., verleidster (geheim agent). Aristot. Pol. 1313b13.