προσνέω

From LSJ
Revision as of 11:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "————————" to "<br />")

τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσνέω Medium diacritics: προσνέω Low diacritics: προσνέω Capitals: ΠΡΟΣΝΕΩ
Transliteration A: prosnéō Transliteration B: prosneō Transliteration C: prosneo Beta Code: prosne/w

English (LSJ)

(A), aor.

   A -ένευσα Th.3.112:—swim to or towards, l.c.; λιμένι Luc.Bis Acc.21.
προσνέω (B),

   A heap up against, ξύλα ταῖς θύραις Plu.2.775e.

German (Pape)

[Seite 773] (s. νέω), zu-, hinanschwimmen, προσένευσαν Thuc. 3, 112, u. Sp., wie Luc. bis acc. 21. (s. νέω), dazu anhäufen, ξύλα ταῖς θύραις, Plut. amat. narr. 5 a. E.

Greek (Liddell-Scott)

προσνέω: μέλλ. -νεύσομαι, προσνήχομαι, Θουκ. 3. 112, Λουκ. Δὶς Κατηγ. 21.

French (Bailly abrégé)

1entasser devant, rég. ind. au dat.
Étymologie: πρός, νέω⁴.
2nager vers, τινι.
Étymologie: πρός, νέω².

Greek Monolingual

(I)
Α
κολυμπώ προς μια κατεύθυνση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + νέω (Ι) «κολυμπώ»].
(II)
Α
συσσωρεύω επί πλέον, προσθέτω κάτι ακόμη στον σωρό που ήδη υπάρχει, επισωρεύω («προσνέειν ξύλα ταῑς θύραις», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + νέω (III) «μαζεύω, συσσωρεύω»].

Greek Monotonic

προσνέω: μέλ. -νεύσομαι, κολυμπώ σε ή προς, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

προσνέω: I νέω II] (fut. προσνεύσομαι) подплывать, приплывать (τινι Thuc., Luc.).
II νέω IV] (fut. προσνήσω) нагромождать, наваливать (ξύλα ταῖς θύραις Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-νέω zwemmen naar.