σαρκοφαγέω

From LSJ
Revision as of 10:55, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαρκοφᾰγέω Medium diacritics: σαρκοφαγέω Low diacritics: σαρκοφαγέω Capitals: ΣΑΡΚΟΦΑΓΕΩ
Transliteration A: sarkophagéō Transliteration B: sarkophageō Transliteration C: sarkofageo Beta Code: sarkofage/w

English (LSJ)

   A eat flesh, be carnivorous, Arist.HA628b33, PA662b1, al.    II c. acc., eat the flesh of, ἀνθρώπους D.S.1.89; σ. τὰς ζῴων σάρκας Id.5.39; σ. μέλη eat the flesh of my limbs, AP5.150 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 863] Fleisch fressen, Arist. H. A. 8, 2; μέλη, zerreißen, verwunden, Mel. 93 (V, 151), von der Mücke.

Greek (Liddell-Scott)

σαρκοφᾰγέω: ἐσθίω σάρκας, εἶμαι σαρκοφάγος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 42, 1, π. Ζ. Μορ. 3. 1, 14, κ. ἀλλ. ΙΙ. μετ’ αἰτ., ἐσθίω τὰς σάρκας τινός, ἀνθρώπους Διόδ. 1. 89· σ. τὰς ζῴων σάρκας ὁ αὐτ. 5. 39· σ. μέλη, σπαράττω εἰς τεμάχια, κατακόπτω, Ἀνθ. Π. 5. 151.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
manger de la chair, être carnivore.
Étymologie: σαρκοφάγος.

Russian (Dvoretsky)

σαρκοφᾰγέω:
1) быть плотоядным, питаться мясом Arst.;
2) пожирать (τὰς ζῴων σάρκας Diod.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σαρκοφαγέω [σαρκοφάγος] vlees eten.