τρίγαμος

From LSJ
Revision as of 16:00, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίγᾰμος Medium diacritics: τρίγαμος Low diacritics: τρίγαμος Capitals: ΤΡΙΓΑΜΟΣ
Transliteration A: trígamos Transliteration B: trigamos Transliteration C: trigamos Beta Code: tri/gamos

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A thrice-married, with allusion to Helen, Stesich. 26, cf. Theoc.12.5.

German (Pape)

[Seite 1141] dreifach, dreimal verheirathet; Stesichor. 74 von der Helena; γυνή Theocr. 12, 5.

Greek (Liddell-Scott)

τρίγᾰμος: -ον, ἡ τρὶς εἰς γάμον ἐλθοῦσα, ἐπὶ τῆς Ἑλένης, Στησίχ. 74· ὅσον παρθενικὴ προσφέρει τριγάμοιο γυναικὸς Θεόκρ. 12. 5.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρίγαμος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. αυτός που έχει συνάψει τρίτο γάμο μετά από τη διάλυση τών δύο προηγούμενων
2. αυτός που έχει παντρευθεί τρεις συζύγους συγχρόνως
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει νυμφευθεί τρεις φορές («ὅσον παρθενικὴ προφέρει τριγάμοιο γυναικός», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + γάμος (πρβλ. δίγαμος)].

Russian (Dvoretsky)

τρίγᾰμος: (ῐ) трижды вступивший в брак (γυνή Theocr.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρίγαμος -ον [τρι -, γάμος] driemaal getrouwd.