συνθάλπω

From LSJ
Revision as of 01:35, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ὅσῳ διαφέρει σῦκα καρδάμων → as different as chalk from cheese, different as chalk from cheese, apples and oranges, like apples and oranges, by as much as cardamom is different from figs

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνθάλπω Medium diacritics: συνθάλπω Low diacritics: συνθάλπω Capitals: ΣΥΝΘΑΛΠΩ
Transliteration A: synthálpō Transliteration B: synthalpō Transliteration C: synthalpo Beta Code: sunqa/lpw

English (LSJ)

   A warm thoroughly, ἑαυτούς Plu.2.974c, cf. Hp.Salubr.7:— Pass., Id.Aff.15.    2 metaph., warm or soothe by cheering words, μηδέ μ' . . ξύνθαλπε μύθοις ψευδέσιν A.Pr.685.

Greek (Liddell-Scott)

συνθάλπω: θερμαίνω ἀμοιβαίως, ἡσυχίαν ἄγουσι κατακείμενοι (οἱ λύκοι...) καὶ συνθάλποντες ἑαυτοὺς Πλούτ. 2. 974C· ― μεταφορ., θάλπωκαταπραΰνω διὰ κολακευτικῶν λόγων προσέτι, μηδὲ μ’ οἰκτίσας ξύνθαλπε μύθοις ψευδέσιν Αἰσχύλ. Πρ. 685.

French (Bailly abrégé)

échauffer ensemble.
Étymologie: σύν, θάλπω.

Greek Monolingual

ΜΑ, και αττ. τ. ξυνθάλπω Α
1. θερμαίνω αμοιβαίως, αλληλοθερμαίνω
2. μτφ. καταπραΰνω, μαλακώνω επιπροσθέτως κάποιον με κολακευτικά λόγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θάλπω «ζεσταίνω, θερμαίνω»].

Greek Monotonic

συνθάλπω: μέλ. -ψω, θερμαίνω, ζεσταίνω αμοιβαίως· μεταφ., θερμαίνω την ψυχή κάποιου, του καταπραΰνω την ψυχή με κολακευτικά λόγια, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

συνθάλπω: 1) вместе согревать (τὸ σῶμα Plut.);
2) перен. согревать, утешать (μύθοις τινά Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-θάλπω, Att. ook ξυνθάλπω geheel verwarmen,; οὕτω... ἂν... ξυνθάλποιτο ἡ κοιλίη zo zal de buik geheel worden verwarmd Hp. Sal. 7.14; ook overdr.. μηδέ με... ξύνθαλπε μύθοις ψευδέσιν en verwarm me niet met huichelachtige woorden Aeschl. PV 685.

Middle Liddell

fut. ψω
to warm together:—metaph. to warm or soothe by flattery besides, Aesch.