συναναπέμπω

From LSJ
Revision as of 01:25, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναναπέμπω Medium diacritics: συναναπέμπω Low diacritics: συναναπέμπω Capitals: ΣΥΝΑΝΑΠΕΜΠΩ
Transliteration A: synanapémpō Transliteration B: synanapempō Transliteration C: synanapempo Beta Code: sunanape/mpw

English (LSJ)

   A send up together, Id.Rom.28.

German (Pape)

[Seite 1000] mit oder zugleich in die Höhe hinausschicken od. -werfen, Plut. Rom. 38.

Greek (Liddell-Scott)

συναναπέμπω: ἀναπέμπω, πέμπω πρὸς τὰ ἄνω ὁμοῦ, Πλούτ. Ρωμ. 28. ΙΙ. συναναπέμπεται, τουτέστιν ἐξ ἴσου κληρονομεῖ, Θεοφίλ. Ἰνστιτοῦτα 3. 3, 95.

French (Bailly abrégé)

exhaler ensemble.
Étymologie: σύν, ἀναπέμπω.

Greek Monolingual

ΜΑ
μσν.
1. αναγνωρίζω ως συγκληρονόμο
2. (κατά τον Θεόφιλ. Αντικήν.) «συναναπέμπεται, τουτέστιν ἐξ ἴσου κληρονομεῑ»
αρχ.
αναπέμπω μαζί, στέλνω μαζί προς τα άνω («τὰ σώματα τῶν ἀγαθῶν συναναπέμπειν παρὰ φύσιν ἐς οὐρανόν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀναπέμπω «στέλνω προς τα πάνω, εκπέμπω»].

Greek Monotonic

συναναπέμπω: μέλ. -ψω, στέλνω προς τα πάνω από κοινού, αναπέμπω μαζί, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-αναπέμπω mede doen opstijgen.

Russian (Dvoretsky)

συναναπέμπω: вместе воссылать: σ. τί τινι εἰς οὐρανόν Plut. возносить что-л. с чем-л. на небо.

Middle Liddell

fut. ψω
to send up together, Plut.