διάχρυσος

From LSJ
Revision as of 15:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάχρῡσος Medium diacritics: διάχρυσος Low diacritics: διάχρυσος Capitals: ΔΙΑΧΡΥΣΟΣ
Transliteration A: diáchrysos Transliteration B: diachrysos Transliteration C: diachrysos Beta Code: dia/xrusos

English (LSJ)

ον,

   A interwoven with gold, ἱμάτιον Test. ap. D.21.22; ἐσθῆτες Plb.6.53.7; σκηναί D.S.14.109; ὑποδήματα Plu.2.142c.

Greek (Liddell-Scott)

διάχρῡσος: -ον, συνυφασμένος χρυσῷ, χρυσοΰφαντος, ἱμάτιον Δημ. 522. 2· ἐσθῆτες Πολύβ. 6. 53, 7· ὑποδήματα Πλούτ. 2. 142C.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
brodé d’or.
Étymologie: διά, χρυσός.

Spanish (DGE)

-ον
1 dorado, cubierto de oro de objetos de metal, prob. bañado en oro βοῦς Eudox.Fr.296, φιάλη ἔκτυπος δ. IG 11(2).161B.69, 164A.5 (ambas Delos III a.C.), cf. Ath.Askl.4.64, 70 (III a.C.), (φαρέτραν) ἀργυρᾶν ... διάχρυσον ID 1408A.1.30 (II a.C.), λαμπάδες Callix.2 (p.170.7), μίτρα Longus 1.5.3, ἀσπίς Plu.Alc.16, στέφανος D.C.44.6.3
de objetos de otros materiales prob. cubierto de oro o con adornos en oro ζωνίον ID 1449Ba.1.9, 1450A.201 (ambas II a.C.), κισσύβιον Longus 1.15.3, ὑποδήματα Plu.2.142c, σόκκοι DP 9.22, προσωπεῖον Luc.Tim.27
p. ext. de pers. engalanado con oro ἡ δὲ δ. ἑταίρα πολὺν ἔχει τὸν χρυσὸν περὶ τῇ κόμῃ de una máscara de comedia, Poll.4.153, cf. 151.
2 de tejidos dorado e.d. entretejido con hilos de oro, tejido con oro ἱμάτιον Test. en D.21.22, cf. LXX Ps.44.10, Chrys.M.50.692, στολαί LXX 2Ma.5.2, Plb.30.25.10, cf. D.S.36.13, ἐσθῆτες Plb.6.53.7, I.BI 7.137, cf. Hld.4.15.2, στολαί Plb.30.25.13, χιτῶνες Callix.2 (p.172.17), Plu.2.554b, αὐλαῖαι Chares 4, οὐρανίσκοι Phylarch.41, σκηναί D.S.14.109, χλαμύς Poll.4.116, ἔνδυμα Eus.M.23.404A, στρώματα D.C.56.34.1.

Greek Monolingual

-ο (Α -ος, -ον)
1. ο υφασμένος με χρυσό, χρυσοΰφαντος
2. ο στολισμένος με χρυσό.

Greek Monotonic

διάχρῡσος: -ον, αυτός που αναμειγνύεται με χρυσό, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

διάχρῡσος:
1) отделанный золотом или позолоченный (ὅπλα, ἀσπίς Plut.);
2) расшитый золотом (ἱμάτιον Dem.; στολαί Polyb.; ὑποδήματα Plut.).

Middle Liddell

διά-χρῡσος, ον adj
interwoven with gold, Dem.