νεοσσιά

From LSJ
Revision as of 13:55, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοσσιά Medium diacritics: νεοσσιά Low diacritics: νεοσσιά Capitals: ΝΕΟΣΣΙΑ
Transliteration A: neossiá Transliteration B: neossia Transliteration C: neossia Beta Code: neossia/

English (LSJ)

Ion. νεοσσ-ιή, Att. νεοττιά, later νοσσιά, Ion. νοσσιή, ἡ,

   A nest of young birds, Id.3.111, Ar.Av.642, Pl.R.548a, Thphr.CP 4.5.7 (in the form νοσσιῶν); νεοττιὰς ποιεῖσθαι, νεοττιὰν ποιεῖν, Arist. HA613b6, 618a8.    2 brood of young birds, Lycurg.132, Dsc.Eup. 1.21, Ev.Luc.13.34; ν. χελιδόνων Men.Pk.278: metaph., ν. τέκνων Com.Adesp.873 (= Trag.Adesp.189).    3 lair, ἐφ' ἧς ἀλώπηξ νοσσιὴν πεποίηται Herod.7.72.    4 beehive, LXX 4 Ma.14.19.

German (Pape)

[Seite 244] ἡ, att, νεοττιά, das Rest mid den Jungen; Ar. Av. 841; Lycurg. 132; νεοσσιή, Her. 3, 112; Plat. Rep. VIII, 548 a, wo der Accent schwankt; auch die Jungen selbst, die Brut der Vögel.

Greek (Liddell-Scott)

νεοσσιά: Ἰων. -ιή, Ἀττ. νεοττιά, ἡ· - καλιὰ μικρῶν στρουθίων, Ἡροδ. 3. 111, Ἀριστοφ. Ὄρν. 641, Πλάτ. Πολ. 548Α, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 5, 7 (ἔνθα τὰ Ἀντίγραφ. νοσσιῶν)· νεοττιὰν ποιεῖσθαι, Λατ. nidificare, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστορ. 6. 1, 6 κτλ. 2) γόνος νεαρῶν πτηνῶν, Λυκοῦργ. 166. 33. 3) κυψέλη μελισσῶν, Ἰωσήπ. Μακκ. 14 ἐν τέλ.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
nid.
Étymologie: νεοττός.

Greek Monolingual

και νοσσιά, η (ΑΜ νεοσσιά και νοσσιά, Α αττ. τ. νεοττιά και ιων. τ. ν[ε]οσσιή, Μ και νοσσία) νεοσσός
1. φωλιά πουλιών με νεογέννητα
2. (κατ' επέκτ.) το νεογνό τών πουλιών, ο νεοσσός
αρχ.
1. (γενικά) φωλιά ζώων
2. (περιλπτ.) οικογένεια νεοσσών («ἠθέλησα ἐπισάυνξαι τὰ τέκνα σου ὃν τρόπον ὄρνις τὴν ἑαυτῆς νοσσιὰν ὑπὸ τὰς πτέρυγας», ΚΔ)
3. κυψέλη μελισσών («τῷ κέντρῳ πλήσσουσι τοὺς προσιόντας τῄ νεοσσιᾷ αὐτῶν», ΠΔ).

Greek Monotonic

νεοσσιά: ἡ (νεοσσός), Ιων. -ιή, Αττ. νεοττιά, μεταγεν. νοσσιά, φωλιά για κλωσόπουλα, φωλιά, σε Ηρόδ., Αττ.

Russian (Dvoretsky)

νεοσσιά: атт. νεοττιά, ион. νεοσσιή гнездо Her., Xen., Plat., Arph., Arst. etc.

Middle Liddell

νεοσσιά, ιονιξ -ιή, attic νεοττιά, ἡ, νεοσσός
a nest of young birds, a nest, Hdt., attic