κόπανο

From LSJ
Revision as of 14:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνωdisgorge wine in one's sleep, belch a bit of wine in one's sleep

Source

Greek Monolingual

(I)
το (ΑM κόπανον)
το όργανο με το οποίο κοπανίζουμε, κόπανος, γουδοχέρι
νεοελλ.
1. το ξύλο με το οποίο χτυπά κάποιος τα ρούχα της πλύσης, ο κόπανος
2. λαϊκή ονομασία του φυτού λάπαθο το πολύχρωμο
μσν.
φρ. «κοπάνου γυμνότερος» — εντελώς απογυμνωμένος, πάμπτωχος
αρχ.
τσεκούρι, μπαλτάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοπή + επίθημα -αν-ον (πρβλ. έδρ-αν-ον, ξό-αν-ον)].
(II)
κόπανο, τὸ (Μ)
είδος βάρκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. copano].