σιγηλός

From LSJ
Revision as of 19:30, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑγηλός Medium diacritics: σιγηλός Low diacritics: σιγηλός Capitals: ΣΙΓΗΛΟΣ
Transliteration A: sigēlós Transliteration B: sigēlos Transliteration C: sigilos Beta Code: sighlo/s

English (LSJ)

ή, όν, Dor. σῑγᾱλός, όν, Pi.P.9.92:—

   A silent, Hp.Acut.65, S.Ph.741, Nicopho 27; disposed to silence, S.Tr.416; of animals, Arist.HA488a34; τὰ ἐκ ποδῶν σιγηλὰ σῴζοντες E.Ba.1049. Adv. -λῶς Poll.5.147.

German (Pape)

[Seite 878] dor. σιγαλός, bei Pind. P. 9, 92 zweier Endungen, σἰγαλὸς ἀμηχανία, schweigsam, still, ruhig; Soph. Trach. 416 Phil. 731; Eur. Suppl. 583 Bacch. 1047.

Greek (Liddell-Scott)

σῑγηλός: -ή, -όν, Δωρ. σῑγᾱλός, όν, Πινδ. Π. 9. 163· - ὁ ἔχων διάθεσιν πρὸς σιωπήν, σιωπηλός, ἄφωνος, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395, Σοφ. Τρ. 416, Φιλ. 741· ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 29· τὰ σιγηλά, σιωπή, Εὐρ. Βάκχ. 1049. - Ἐπίρρ. -λως, Πολυδ. Ε΄, 147.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
silencieux, taciturne.
Étymologie: σιγή.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σιγηλός, -ή, -όν, ΝΑ
βλ. σιγαλός.

Greek Monotonic

σῑγηλός: -ή, -όν, Δωρ. σῑγᾱλός, -όν, αυτός που ρέπει στη σιωπή, σιωπηλός, άφωνος, σε Σοφ.· τὰ σιγηλά, σιωπή, ησυχία, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

σῑγηλός: дор. σῑγᾱλός 3
1) молчащий, безмолвный, молчаливый Pind., Soph., Eur.;
2) лишенный дара речи (τὰ ζῷα Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιγηλός -ή -όν, Dor. σιγᾱλός [σιγή] zwijgzaam, stil.

Middle Liddell

σῑγηλός, ή, όν
disposed to silence, silent, mute, Soph.; τὰ σιγηλά silence, Eur.