συντηρώ
Greek Monolingual
(I)
-άω, Ν
παρατηρώ με προσοχή, παρακολουθώ («στα δάση που προπάτειενε συντήραν' ένα-ένα», Ερωτόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + τηρώ «βλέπω»].
(II)
συντηρῶ, -έω, ΝΜΑ
διατηρώ, διαφυλάσσω, προφυλάσσω (α. «χρειάζεται μεγάλη προσοχή για να τά συντηρήσεις» β. «ἑαυτὸν ἀδωροδόκητον συντηρεῖν», Αριστε.)
νεοελλ.
1. διατηρώ κάτι αναλλοίωτο
2. συνεκδ. παρέχω σε κάποιον τα αναγκαία για να ζήσει, διατρέφω («μέχρι τώρα τον συντηρεί ο πατέρας του»)
3. φρ. «συντηρούμενα κύματα» — ηλεκτρομαγνητικά κύματα που ακτινοβολούνται από κεραία στην οποία οι ταλαντώσεις διατηρούν σταθερό πλάτος χάρη στην κυκλοφορία εναλασσόμενου ρεύματος υψηλής συχνότητας και σταθερού πλάτους
αρχ.
1. συγκρατώ στο μυαλό μου («ἡ δὲ Μαριὰμ πάντα συνετήρει τὰ ῥήματα ταῡτα», ΚΔ)
2. διατηρώ μαζί
3. προστατεύω
4. παρατηρώ με προσοχή
5. καιροφυλακτώ, παραφυλάγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + τηρῶ «φροντίζω, φυλάσσω»].