ἀμίσθωτος

From LSJ
Revision as of 11:20, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες. → Long, unmeasurable Time brings to light everything unseen and hides what has been apparent. Nothing is beyond hope; even the fearsome oath and the most stubborn will is overcome. | All things long and countless time brings to birth in darkness and covers after they have been revealed! Nothing is beyond expectation; the dread oath and the unflinching purpose can be overcome.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμίσθωτος Medium diacritics: ἀμίσθωτος Low diacritics: αμίσθωτος Capitals: ΑΜΙΣΘΩΤΟΣ
Transliteration A: amísthōtos Transliteration B: amisthōtos Transliteration C: amisthotos Beta Code: a)mi/sqwtos

English (LSJ)

ον,

   A not let, bringing no return, οἶκος D. 30.6, cf. BCH35.14 (Delos).    II unhired, D.S.18.21.

German (Pape)

[Seite 125] unvermiethet, οἶκος Dem. 30, 6; noch nicht in Sold genommen, ξένοι Diod. S. 18, 21.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμίσθωτος: -ον, ὁ μὴ μισθωθείς, μὴ ἀποφέρων εἰσόδημά τι, οἶκος Δημ. 865. 20. ΙΙ. ὁ μὴ μισθωθείς, Διόδ. 18. 21. - Ἐπίρρ. -τί, Ἰουστῖν. Μάρτ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non loué, qui ne procure aucun revenu;
2 non salarié.
Étymologie: ἀ, μισθόω.

Spanish (DGE)

-ον
1 de casas no alquilado, que no paga alquiler οἶκος D.30.6, cf. quizá ID 104-32.6 (Delos III a.C.).
2 de pers. no pagado, que no ha recibido la paga <τῶν> ἀμισθώτων γενομένων πολλοὶ διεπλανῶντο ζητοῦντες τοὺς μισθοδοτήσοντας D.S.18.21, cf. Poll.6.191.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμίσθωτος, -ον)
αυτός που δεν μισθώθηκε, δεν ενοικιάστηκε, και που επομένως δεν αποφέρει μισθό, εισόδημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερ. + μισθωτὸς < μισθῶ -ώνω].

Greek Monotonic

ἀμίσθωτος: -ον (μισθόω), αυτός που δεν αποφέρει εισόδημα, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμίσθωτος:
1) не сдаваемый в наем, не приносящий дохода (οἶκος Dem.);
2) неоплачиваемый (ξένοι Diod.).

Middle Liddell

μισθόω
bringing in no rent, Dem.