λαιμότμητος

From LSJ
Revision as of 03:20, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαιμότμητος Medium diacritics: λαιμότμητος Low diacritics: λαιμότμητος Capitals: ΛΑΙΜΟΤΜΗΤΟΣ
Transliteration A: laimótmētos Transliteration B: laimotmētos Transliteration C: laimotmitos Beta Code: laimo/tmhtos

English (LSJ)

ον,

   A with the throat severed, κάρα E.Ph.455; λ. ἄχη cut-throat woes, Ar.Th.1054.

Greek (Liddell-Scott)

λαιμότμητος: -ον, ἀποκεχωρισμένος ἐκ τοῦ λαιμοῦ, κεκομμένος, κάρα Εὐρ. Φοίν. 455· λ. ἄχεα, τὸν λαιμὸν συσφίγγοντα, καταπνίγοντα, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1054· πρβλ. λαιμότομος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 détaché de la gorge;
2 qui sert la gorge (douleur).
Étymologie: λαιμός, τμητός.

Greek Monolingual

λαιμότμητος, -ον (Α)
1. (για κεφάλι) κομμένος από τον λαιμό («οὐ γὰρ τὸ λαιμότμητον εἰσορᾷς κάρα Γοργόνος», Ευρ.)
2. αυτός που συσφίγγει τον λαιμό, αυτός που πνίγει («ὡς ἐκρεμάσθην λαιμότμητα ἄχη», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + τμητός (< τέμνω), πρβλ. δορί-τμητος, χειρό-τμητος].

Greek Monotonic

λαιμότμητος: -ον (τέμνω), αποκομμένος από τον λαιμό, αυτός που έχει κομμένο τον λαιμό, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

λαιμότμητος:
1) с перерезанным горлом, т. е. отрубленный (κάρα Eur.);
2) сжимающий горло, сдавленный (ἄχη Arph.).

Middle Liddell

λαιμό-τμητος, ον [from λαιμός τέμνω
with the throat severed, Eur.