τετραορία

From LSJ
Revision as of 17:00, 14 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾱορία Medium diacritics: τετραορία Low diacritics: τετραορία Capitals: ΤΕΤΡΑΟΡΙΑ
Transliteration A: tetraoría Transliteration B: tetraoria Transliteration C: tetraoria Beta Code: tetraori/a

English (LSJ)

ἡ,

   A four-horsed chariot, Pi.O.2.5, P.2.4, al.

German (Pape)

[Seite 1098] ἡ, ein vierspänniger Wagen, Pind. Ol. 2, 5 P. 2, 4 N. 4, 28.

Greek (Liddell-Scott)

τετρᾱορία: ἡ, ἅρμα ἐκ τεσσάρων ἵππων, νικαφόρου Πινδ. Ο. 2. 8, Π. 2. 8, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
attelage de quatre chevaux.
Étymologie: τετράορος.

English (Slater)

τετρᾱορία (-ίας, -ιᾶν, -ίας.)
   1 four-horse chariot τετραορίας ἕνεκα νικαφόρου (O. 2.5) ἀγγελίαν τετραορίας ἐλελίχθονος (P. 2.4) οὐ τετραορίας γε πρὶν δυώδεκα πέτρῳ ἥροάς τ' ἐπεμβεβαῶτας ἱπποδάμους ἕλεν δὶς τόσους (N. 4.28) καὶ ματρόθε Λαβδακίδαισιν σύννομοι πλούτου διέστειχον τετραοριᾶν πόνοις (I. 3.17)

Greek Monolingual

ἡ, Α τετράορος
άρμα με τέσσερεις ίππους, τέθριππο («θύρωνα δὲ τετραορίας ἕνεκα νικαφόρου γεγωνητέον», Πίνδ.).

Greek Monotonic

τετρᾱορία: ἡ, άρμα από τέσσερα άλογα, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

τετρᾱορία: ἡ четверная запряжка, четверка лошадей Pind.

Middle Liddell

τετρᾱορία, ἡ,
a four-horsed chariot, Pind.