χαλκοστέφανος

From LSJ
Revision as of 16:00, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκοστέφᾰνος Medium diacritics: χαλκοστέφανος Low diacritics: χαλκοστέφανος Capitals: ΧΑΛΚΟΣΤΕΦΑΝΟΣ
Transliteration A: chalkostéphanos Transliteration B: chalkostephanos Transliteration C: chalkostefanos Beta Code: xalkoste/fanos

English (LSJ)

ον,

   A bronze-crowned, τέμενος Epigr. ap. D.S. 11.14.

German (Pape)

[Seite 1332] mit Erz bekränzt, umgeben, τέμενος Ep. ad. 143 (App. 242) bei D. Sic. 11, 14.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκοστέφᾰνος: -ον, ὁ χαλκῷ ἐστεμμένος, τέμενος Ἀνθολ. Παλατ. παράρτ. 242.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
couronné d’airain (temple).
Étymologie: χαλκός, στέφανος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει χάλκινο επιστέγασμα («χαλκοστέφανον τέμενος», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + στέφανος (πρβλ. κισσο-στέφανος, χρυσο-στέφανος)].

Greek Monotonic

χαλκοστέφᾰνος: -ον, αυτός που είναι στεφανωμένος με χαλκό, τέμενος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

χαλκοστέφᾰνος: увенчанный медной кровлей или медным карнизом (τέμενος ap. Diod.).

Middle Liddell

χαλκο-στέφᾰνος, ον,
brass-crowned, τέμενος Anth.