τερψίχορος

From LSJ
Revision as of 11:00, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τερψίχορος Medium diacritics: τερψίχορος Low diacritics: τερψίχορος Capitals: ΤΕΡΨΙΧΟΡΟΣ
Transliteration A: terpsíchoros Transliteration B: terpsichoros Transliteration C: terpsichoros Beta Code: teryi/xoros

English (LSJ)

ον, enjoying the dance, esp. the choral dance, of Apollo, AP 9.525.20.

German (Pape)

[Seite 1095] tanzfroh, sich am Tanz, am Reigen ergötzend, freuend, Apollo, Hymn. (IX, 525, 20). S. Τερψιχόρη, N. pr.

Greek (Liddell-Scott)

τερψίχορος: -ον, καὶ α, ον, ὁ τερπόμενος, εὐφραινόμενος ἐπὶ τῇ ὀρχήσει, μάλιστα ἐπὶ τῇ χορικῇ ὀρχήσει τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀνθ. Π. 9. 525. 20.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime les danses.
Étymologie: τέρπω, χορός.

Greek Monolingual

-ον, Α
(κυρίως ως προσωνυμία του Απόλλωνος) αυτός που τέρπεται, που ευχαριστιέται με τον χορό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τερψι- του τέρπω, σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (πρβλ. τέρψω, τέρψις) + -χορος (< χορός), πρβλ. ἀλεξί-χορος].

Greek Monotonic

τερψίχορος: -ον, επίσης. -α, -ον, αυτός που ευφραίνεται με τον χορό, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τερψίχορος: радующийся пляске, любящий танцы (Ἀπόλλων Anth.).

Middle Liddell

τερψί-χορος, ον,
enjoying the dance, Anth.