χρυσοειδής

From LSJ
Revision as of 14:53, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσοειδής Medium diacritics: χρυσοειδής Low diacritics: χρυσοειδής Capitals: ΧΡΥΣΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: chrysoeidḗs Transliteration B: chrysoeidēs Transliteration C: chrysoeidis Beta Code: xrusoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A like gold, γῆ Pl.Phd. 110c; χρῶμα X.Cyr.7.1.2, cf. Thphr.HP6.3.5; μέλι Arist.HA627a2; κόμη Plu.2.771b; of a kind of jaundice, Hp. ap. Herod.Med(?). in Rh.Mus.49.554.

German (Pape)

[Seite 1380] ές, goldartig, goldähnlich; γῆ Plat. Phaed. 110 e; χρῶμα Xen. Cyr. 7, 1,1; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοειδής: -ές, ὅμοιος χρυσῷ, γῆ Πλάτ. Φαίδων 110C· χρῶμα Ξεν. Κύρ. 7. 1, 2· μέλι Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 48· κόμη Πλούτ. 2. 771Β. - Ἐπίρρ. -δῶς, Τζέτζ. Ἐξήγ. Ἰλ. σελ. 81, 5.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui ressemble à de l’or.
Étymologie: χρυσός, εἶδος.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ, και χρυσειδής Α
όμοιος με χρυσό
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το χρυσοειδές
χρώμα που χρυσίζει («τὸ χρυσοειδὲς γίνεται, ὅταν τὸ ξανθὸν καὶ τὸ ἡλιῶδες πυκνωθὲν ἰσχυρῶς στίλβῃ», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -ειδής].

Greek Monotonic

χρῡσοειδής: -ές (εἶδος), όπως ο χρυσός, σε Πλάτ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσοειδής: похожий на золото, цвета золота, золотистый (χρῶμα Xen.; γῆ Plat.; μέλι Arst.; κόμη Plut.).

Middle Liddell

χρῡσοειδής, ές εἶδος
like gold, Plat., Xen.