ἀλεκτρύαινα

From LSJ
Revision as of 06:00, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλεκτρύαινα Medium diacritics: ἀλεκτρύαινα Low diacritics: αλεκτρύαινα Capitals: ΑΛΕΚΤΡΥΑΙΝΑ
Transliteration A: alektrýaina Transliteration B: alektryaina Transliteration C: alektryaina Beta Code: a)lektru/aina

English (LSJ)

ἡ, fem. of ἀλεκτρυών, coined by Ar.Nu.666.

German (Pape)

[Seite 92] ἡ, Hähnin, kom. W., nach λέαινα gebildet von Ar. Nub. 656.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλεκτρύαινα: ἡ, ἴδε ἐν λ. ἀλεκτορίς.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
poule.
Étymologie: ἀλεκτρυών.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ

• Prosodia: [ᾰ-]
gallinapalabra creada por Aristófanes, Ar.Nu.666.

Greek Monolingual

ἀλεκτρύαινα, η (Α)
θηλ. του ἀλεκτρυών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πλάστηκε από τον Αριστοφάνη (Νεφέλες) αναλογικά προς το λέαινα.

Greek Monotonic

ἀλεκτρύαινα: ἡ, όρνιθα, κότα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀλεκτρύαινα: (ᾰλ) ἡ шутл. (по аналогии с λέαινα и т. п.) курица Arph.

Middle Liddell

[from ἀλεκτρυών
a hen, Ar.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀλεκτρύαινα -ας, ἡ, kom. verzonnen vrouwelijke variant van ἀλεκτρυών hanin.