ἀνέρομαι

From LSJ
Revision as of 12:10, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108

German (Pape)

[Seite 226] s. ἀνείρομαι.

French (Bailly abrégé)

f. ἀνερήσομαι, ao.2 ἀνηρόμην, pf. inus.
interroger : τινα qqn ; τι demander qch ; τινά τι demander qch à qqn ; μή μ’ ἀνέρῃ τίς εἰμι SOPH ne me demande pas qui je suis.
Étymologie: ἀνά, ἔρομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέρομαι: ἴδε ἀνείρομαι.

Greek Monotonic

ἀνέρομαι: Επικ. -είρομαι· αόρ. βʹ -ηρόμην, απαρ. -ερέσθαι, μέλ. -ερήσομαι·
1. με αιτ. προσ., ερωτώ κάποιον, εξετάζω, ανακρίνω, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.
2. με αιτ. πράγμ., ρωτώ για κάτι, σε Ομήρ. Οδ., Πλάτ.
3. με διπλή αιτ., ρωτώ κάποιον για κάτι, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνέρομαι: эп.-ион. ἀνείρομαι (рас)спрашивать (τινα Hom., Eur.; τι Hom. и περί τινος Plat.; τινά τι Hom., Eur., Plat.).

Middle Liddell


1. c. acc. pers. to enquire of, question, Od., Soph.
2. c. acc. rei, to ask about, Od., Plat.
3. c. dupl. acc. to ask a person about a thing, Il., Soph.