ἀργυρῖτις
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
French (Bailly abrégé)
ιδος
adj. f.
qui contient de l’argent ; subst. ἡ ἀργυρῖτις minerai mêlé d’argent, d’où mine d’argent.
Étymologie: ἄργυρος.
Spanish (DGE)
-ιδος
I adj. fem. que contiene plata, argentífero γῆ Posidon.239, D.S.5.36, Gal.12.184, βῶλος Plb.34.9.10, ψάμμος Dsc.5.94.
II subst. ἡ ἀ.
1 mena argentífera κατεργασάμενος τὴν ἀργυρῖτιν doc. en D.37.28, φλὲψ ἀργυρίτιδος X.Vect.1.5, cf. 4.4.
2 monóxido de plomo blanco (λιθάργυρος) ... ἡ δὲ πελιὰ ἀργυρῖτις Dsc.5.87, cf. Hsch.
3 bot. mercurial anual, Mercurialis annua L., Ps.Dsc.4.189, Ps.Apul.Herb.83.15.
Greek Monotonic
ἀργῠρῖτις: -ιδος, ἡ (ἄργυρος), ακατέργαστος άργυρος, άμμος που περιέχει ψήγματα αργύρου, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀργῠρῖτις: ιδος adj. f серебряная или содержащая серебро (βῶλος Polyb.).
ιδος ἡ (sc. γῆ)
1) серебряная руда Xen.;
2) серебряный рудник Xen., Dem.