βοτρυοχαίτης

From LSJ
Revision as of 14:54, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βοτρῠοχαίτης Medium diacritics: βοτρυοχαίτης Low diacritics: βοτρυοχαίτης Capitals: ΒΟΤΡΥΟΧΑΙΤΗΣ
Transliteration A: botryochaítēs Transliteration B: botryochaitēs Transliteration C: votryochaitis Beta Code: botruoxai/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A with clustering hair, AP9.524.

German (Pape)

[Seite 455] mit Trauben im Haar, Dionysus, Anth. IX, 524.

Greek (Liddell-Scott)

βοτρυοχαίτης: -ου, ὁ, ὁ ἔχων βότρυς εἰς τὴν κόμην του, Ἀνθ. II. 9. 524.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
aux cheveux orné de grappes de raisin ép. de Dionysos.
Étymologie: βότρυς, χαίτη.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ de cabellos ornados con racimos epít. de Dioniso AP 9.524.3.

Greek Monolingual

βοτρυοχαίτης, ο (Α)
αυτός που έχει σταφύλια στα μαλλιά του.

Greek Monotonic

βοτρῠοχαίτης: -ου, ὁ (χαίτη), αυτός που έχει μαλλιά που μοιάζουν με τσαμπί σταφυλιών, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

βοτρυοχαίτης: с виноградными гроздьями в волосах (Διόνυσος Anth.).

Middle Liddell

χαίτη
with clustering hair, Anth.