γδουπέω
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
English (LSJ)
poet. form for δουπέω (sound heavy, sound dead, strike heavily), esp. in compds., e.g. ἐρίγδουπος, ἐριγδουπέω, ἐπὶ δ' ἐγδούπησαν Il.11.45.
German (Pape)
[Seite 476] p. = δοῦπος, δουπέω in Zusammensetzungen, vgl. ἐρίγδουπος; Tmesis Iliad. 11, 45 ἐπὶ δ' ἐγδούπησαν, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι διὰ τὸ μέτρον παράκειται τό γ· τὸν δὲ δοῦπον οὐκ ἂν εἴποι γδοῦπον.
French (Bailly abrégé)
épq. c. δουπέω.
Greek Monotonic
γδουπέω: μέλ. -ήσω, ποιητ. τύπος αντί δουπέω· ἐπὶ δ' ἐγδούπησαν, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
poet. form for δουπέω, ἐπὶ δ' ἐγδούπησαν Il.