δοξοματαιόσοφος

From LSJ
Revision as of 17:02, 14 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοξομᾰταιόσοφος Medium diacritics: δοξοματαιόσοφος Low diacritics: δοξοματαιόσοφος Capitals: ΔΟΞΟΜΑΤΑΙΟΣΟΦΟΣ
Transliteration A: doxomataiósophos Transliteration B: doxomataiosophos Transliteration C: doksomataiosofos Beta Code: docomataio/sofos

English (LSJ)

ον,

   A would-be philosopher, Epigr. ap. Hegesand. 1.

German (Pape)

[Seite 657] von eitlem Weisheitsdünkel, Philosophen, Ep. ad. 110 (App. 288).

Greek (Liddell-Scott)

δοξομᾰταιόσοφος: -ον, ὁ φανταζόμενος ἑαυτὸν σοφόν, Ἀνθ. Π. παραρτ. 288.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
philosophe infatué de son mérite.
Étymologie: δόξα, μάταιος, σοφός.

Spanish (DGE)

(δοξομᾰταιόσοφος) -ον
que cree fatua y vanamente ser sabio, Epigr.Adesp.FGE 1757.

Greek Monotonic

δοξομᾰταιόσοφος: -ον, αυτός που φαντάζεται ότι θα μπορούσε να είναι φιλόσοφος, ψευδοφιλόσοφος, δοκησίσοφος, μωρόσοφος, κενόσοφος, κατά φαντασία σοφός, σε Ανθ.

Middle Liddell

δοξο-μᾰταιό-σοφος, ον adj
a would-be philosopher, Anth.