δωροδόκημα

From LSJ
Revision as of 15:18, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δωροδόκημα Medium diacritics: δωροδόκημα Low diacritics: δωροδόκημα Capitals: ΔΩΡΟΔΟΚΗΜΑ
Transliteration A: dōrodókēma Transliteration B: dōrodokēma Transliteration C: dorodokima Beta Code: dwrodo/khma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A acceptance of a bribe, corruption, D.18.20,31.    2 bribe, καταλαβεῖν Pl.Com.119.

German (Pape)

[Seite 695] τό, angenommenes Geld, Bestechung, Dem. 18, 31; Plut. com. Ath. VI, 229 f.

Greek (Liddell-Scott)

δωροδόκημα: τό, τὸ λαμβανόμενον δῶρον ἐπὶ διαφθορᾷ, Δημ. 232. 2., 236. 3. 2) δῶρον, καταλαβεῖν Πλάτ. Κωμ. Πρεσβ. 1.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
vénalité.
Étymologie: δωροδοκέω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 abstr. aceptación de un regalo como soborno, venalidad ἀδικήματα καὶ δωροδοκήματα D.18.20, cf. 31, τὸ Δημοσθένους δ. Aeschin.3.69, τὰ δημόσια δωροδοκήματα las corrupciones políticas Aeschin.3.209.
2 concr. soborno ἔλαβον ... παρὰ τοῦ βασιλέως ... δωροδοκήματα Pl.Com.127, τόκον ... τοῦ δωροδοκήματος Aeschin.3.104, ὁ δὲ ... τὸ δ. εἶχεν ἐν χειρί Paus.7.12.1.

Greek Monolingual

το (AM δωροδόκημα)
1. το αποτέλεσμα της δωροδοκίας, η διαφθορά
2. το δώρο που δίνεται για δωροδοκία
νεοελλ.
το να δωροδοκείται ή να έχει δωροδοκηθεί κάποιος.

Greek Monotonic

δωροδόκημα: -ατος, τό, δώρο δωροδοκίας, εξαγορά, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

δωροδόκημα: ατος τό тж. pl. взятка, мздоимство Aeschin., Dem.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δωροδόκημα -ατος, τό [δωροδοκέω] acceptatie van smeergeld.

Middle Liddell

δωροδόκημα, ατος, τό, [from δωροδοκέω
acceptance of a bribe, corruption, Dem.