ἐπίπλεως
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
English (LSJ)
ων, Att. for ἐπίπλεος (q.v.).
German (Pape)
[Seite 970] ων, att. = ἐπίπλεος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίπλεως: -ων, Ἀττ. ἀντὶ ἐπίπλεος, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
ως, ων;
att. c. ἐπίπλεος.
Greek Monotonic
ἐπίπλεως: -ων, Αττ. αντί ἐπίπλεος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίπλεως: Plut. = ἐπίπλεος.