Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἤια

From LSJ
Revision as of 11:24, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus

Greek (Liddell-Scott)

ἤια: συνῃρ. ᾖα, τά, προμήθειαι διὰ ταξείδιον, ζωοτροφίαι, Ἐπ. λέξις ἀντὶ τοῦ ἐφόδια, Λατ. viaticum, Ὅμ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῇ Ὀδ., δεῦτε, φίλοι, ἤια φερώμεθα Β. 410, πρβλ. 289· καὶ νύ κεν ἤια πάντα διέφθιτο Δ. 363· ἐξέφθιτο ἤια πάντα Μ. 329· ἐν δὲ καὶ ᾖα κωρύκῳ ἔθηκε Ε. 266, Ι. 212· - καθόλου, ἔλαφοι… παρδαλίων τε λύκων τ’ ἤια πέλονται, τροφὴ τῶν λύκων καὶ.., Ἰλ. Ν. 103, πρβλ. Ἐμπεδ. 314, Νικ. Ἀλ. 412. ΙΙ. ἐν Ὀδ. Ε. 368, ὡς δ’ ἄνεμος... ᾔων θήμωνα τινάξει καρφαλέων, ὅ ἐ. σωρὸν φλοιῶν ἢ ἀχύρου, πρβλ. Φερεκρ. Ἀδήλ. 14. (Ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει ἑνικ. τύπον ἤιον, μετὰ τῆς ἑρμηνείας: παρειά, γνάθος, ἥτις φαίνεται σχετίζουσα τὴν λέξιν πρὸς τὸ παρήιον). Τὸ ι εἶνε βραχύ, ὡς καὶ ὁ συνῃρ. τύπος δεικνύει· ἀλλὰ ῑ μακρὸν ἐν ἄρσει, Ὀδ. Β. 410· πρβλ. δήιος.

Greek Monotonic

ἤια: Ιων. αντί ᾔειν, παρατ. του εἶμι (Λατ. ibo).
• ἤια: συνηρ. ᾖα, τά, προμήθειες για ταξίδι, ζωοτροφές, Επικ. λέξη για τα ἐφόδια, Λατ. viaticum, σε Όμηρ.· γενικά, λύκων ἤια, τροφή, βορά για τους λύκους, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἤῐα: III τά мякина, солома (καρφαλέα Hom.).
ίων τά (в арсисе - ῑ) [предполож. εἶμι
1) съестные припасы на дорогу, дорожный запас пищи: ἤ. νηός Hom. продовольственные запасы корабля;
2) пища, добыча (θώων παρδαλίων τε λύκων τε Hom.).

Middle Liddell


I. provisions for a journey, epic word for ἐφόδια, Lat. viaticum, Hom.:—generally, λύκων ἤια food for wolves, Il.
II. husks or chaff, Od.