εὔχρυσος
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
English (LSJ)
ον,
A rich in gold, of the Pactolus, S.Ph.394 (lyr.); Σάρδεις Max.Tyr.27.3 (Sup.).
German (Pape)
[Seite 1110] goldreich, Πακτωλός Soph. Phil. 393.
Greek (Liddell-Scott)
εὔχρῡσος: -ον, πλούσιος εἰς χρυσόν, ἐπὶ τοῦ Πακτωλοῦ, Σοφ. Φιλ. 394.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
abondant en or.
Étymologie: εὖ, χρυσός.
Greek Monolingual
εὔχρυσος, -ον (Α)
πλούσιος, άφθονος σε χρυσό («τὸν μέγαν Πακτωλὸν ἐύχρυσον», Σοφ.).
Greek Monotonic
εὔχρῡσος: -ον, πλούσιος σε χρυσάφι, λέγεται για τον Πακτωλό, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
εὔχρῡσος: богатый золотом (Πακτωλός Soph.).