θωρηκτής
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
οῦ, ὁ, (θωρήσσω)
A armed with θώραξ, Ἀργείοισι θωρηκτῇσι Il.21.429; Λυκίων, Τρώων πύκα θωρηκτάων armed with stout cuirass, 12.317,15.689.
German (Pape)
[Seite 1230] der Geharnischte, Gewappnete, Τρῶες, Ἀργεῖοι, Il. 15, 689. 21, 429.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
guerrier cuirassé.
Étymologie: θωρήσσω.
English (Autenrieth)
(θωρήσσω): cuirassed, wellcuirassed. (Il.)
Greek Monolingual
θωρηκτής, ὁ (Α) θεωρήσσω
οπλισμένος με θώρακα («ὅτ' Ἀργείοισι μαχοίατο θωρηκτῇσιν», Ομ. Ιλ.).
Greek Monotonic
θωρηκτής: -οῦ, ὁ (θωρήσσω), οπλισμένος με θώρακα, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
θωρηκτής: οῦ ὁ одетый в броню воин, латник Hom.