πυριφλεγέθων

From LSJ
Revision as of 14:36, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠριφλεγέθων Medium diacritics: πυριφλεγέθων Low diacritics: πυριφλεγέθων Capitals: ΠΥΡΙΦΛΕΓΕΘΩΝ
Transliteration A: pyriphlegéthōn Transliteration B: pyriphlegethōn Transliteration C: pyriflegethon Beta Code: puriflege/qwn

English (LSJ)

ουσα, ον,

   A blazing like fire, ἔσοπτρον Agesianax ap.Plu.2.921b.    II pr. n. Pyriphlegethon, one of the rivers of hell, Od.10.513, Pl.Phd. 114a.

Greek (Liddell-Scott)

πῠρῐφλεγέθων: -ουσα, -ον, λάμπων ὡς φλὸξ πυρός, ἔσοπτρον Ἀγησιάναξ παρὰ Πλουτ. 2. 921Β. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ Πυριφλεγέθων, εἷς τῶν ποταμῶν τοῦ Ἅιδου, οὗ τὰ ῥεῖθρα ἦσαν πυριφλεγῆ κατὰ τὰ μυθολογούμενα, Ὀδ. Κ. 513, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 114Α.

French (Bailly abrégé)

οντος (ὁ) :
aux flammes ardentes.
Étymologie: πῦρ, φλέγέθω.

Greek Monolingual

και πυρφλεγέθων, -ουσα, -ον, Α
1. αυτός που φλέγεται σαν τη φωτιά, ο όμοιος με πύρινες φλόγες
2. ως κύριο όν. ὁ Πυριφλεγέθων
ένας από τους τρεις ποταμούς του Άδη για τον οποίο λεγόταν ότι είχε ρείθρα που ανέδιδαν πύρινες φλόγες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + φλεγέθων, μτχ. του φλεγέθω, ποιητ. τ. του ρ. φλέγω.

Greek Monotonic

πῠρῐφλεγέθων: -ουσα, -ον, αυτός που λάμπει, όπως η φλόγα της φωτιάς· ως ουσ., ο Πυριφλεγέθονας, ένας από τους ποταμούς του Άδη, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

πῠριφλεγέθων: 2, gen. οντος сверкающий огнем (ἔσοπτρον Plut.).

Middle Liddell


fire-blazing: as Subst., Pyriphlegethon, one of the rivers of hell, Od.