σιδηροδάκτυλος

From LSJ
Revision as of 15:57, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηροδάκτῠλος Medium diacritics: σιδηροδάκτυλος Low diacritics: σιδηροδάκτυλος Capitals: ΣΙΔΗΡΟΔΑΚΤΥΛΟΣ
Transliteration A: sidērodáktylos Transliteration B: sidērodaktylos Transliteration C: sidirodaktylos Beta Code: sidhroda/ktulos

English (LSJ)

ον,

   A iron-fingered, κρεάγρη AP6.101 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 879] eisenfingerig, mit eisernen Fingern, κρεάγρα, Philp. 13 (VI, 101).

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηροδάκτῠλος: -ον, ὁ ἔχων δακτύλους ἐκ σιδήρου, κρεάγρα Ἀνθ. Π. 6. 101.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux doigts de fer.
Étymologie: σίδηρος, δάκτυλος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει σιδερένια δάχτυλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -δάκτυλος (< δάκτυλος), πρβλ. ροδο-δάκτυλος.

Greek Monotonic

σῐδηροδάκτῠλος: -ον, αυτός που έχει σιδερένια δάχτυλα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

σῐδηροδάκτῠλος: с железными пальцами, т. е. зубьями (κρεάγρα Anth.).

Middle Liddell

σῐδηρο-δάκτῠλος, ον,
iron-fingered, Anth.