τειχήεις
From LSJ
κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
English (LSJ)
εσσα, εν, A = τειχιόεις, Il.2.646 as cited by Str.10.4.11.
German (Pape)
[Seite 1081] εσσα, εν, = τειχιόεις, bei Strab. X, 4, 11 v. l. in einer homerischen Stelle.
Greek (Liddell-Scott)
τειχήεις: εσσα, εν, = τειχιόεις, Στράβ. 478.
Greek Monolingual
-εσσα, -εν, Α
(δ. γρφ.) τειχιόεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + κατάλ. -ήεις (βλ. και -όεις), πρβλ. μοχθ-ήεις].
Greek Monotonic
τειχήεις: -εσσα, -εν, = τειχιόεις, σε Στράβ.