ὑπεισδύομαι

From LSJ
Revision as of 16:55, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεισδύομαι Medium diacritics: ὑπεισδύομαι Low diacritics: υπεισδύομαι Capitals: ΥΠΕΙΣΔΥΟΜΑΙ
Transliteration A: hypeisdýomai Transliteration B: hypeisdyomai Transliteration C: ypeisdyomai Beta Code: u(peisdu/omai

English (LSJ)

Med. with aor. 2 Act. ὑπεισέδυν,

   A get in secretly, slip or steal in, Hdt.1.12 (ὑπεκδύς is prob. cj.); come or go in gradually, Arist.GC325b4:—Act. pres. ὑπεισδύνω, EM290.13.

German (Pape)

[Seite 1185] (s. δύω), mit aor. II. u. perf. act., darunter oder heimlich hineingehen, ὑπεισέδυ Her. 1, 12.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεισδύομαι: μέσ. μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ. ὑπεισέδυν, εἰσέρχομαι κρύφᾳ, λάθρᾳ, κατὰ μικρὸν εἰσέρχομαι, Ἡρόδ. 1. 12· εἰσέρχομαι, ἐμβαίνω κατ’ ὀλίγον, Ἀριστ. περὶ Γεν. καὶ Φθορ. 1. 8, 9. Ὑπάρχει ἐνεργ. ἐνεστ. ὑπεισδύνω, ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 290. 13.

Greek Monotonic

ὑπεισδύομαι: Μέσ. με Ενεργ. αόρ. βʹ -εισέδυν, εισέρχομαι, μπαίνω κρυφά, γλιστρώ ή πλησιάζω κρυφά μέσα, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεισδύομαι: тайком или исподволь проникать Arst.: ὑπεισδύς Hom. тайком прокравшись.

Middle Liddell

aor2 act. -εισέδυν
to get in secretly, to slip or steal in, Hdt.