μαρμαρόεις
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
εσσα, εν, A = μαρμάρεος, Ὀλύμπου μ. αἴγλαν S.Ant.610 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
μαρμᾰρόεις: εσσα, εν, = μαρμάρεος, Ὀλύμπου μ. αἴγλαν Σοφ. Ἀντ. 610.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
brillant, resplendissant.
Étymologie: μάρμαρος.
Greek Monolingual
μαρμαρόεις, -εσσα, -εν (Α)
μαρμάρεος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρος + κατάλ. -όεις (πρβλ. αστερ-όεις)].
Greek Monotonic
μαρμᾰρόεις: -εσσα, -εν, = μαρμάρεος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
μαρμᾰρόεις: όεσσα, όεν блистающий, сверкающий (Ὀλύμπου αἴγλα Soph.).
Middle Liddell
μαρμᾰρόεις, εσσα, εν = μαρμάρεος, Soph.]