έλατο

From LSJ
Revision as of 11:30, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[")

Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.

Source

Greek Monolingual

το και έλατος, ο και ελάτι, το (AM ἐλάτη, η
Μ και ἔλατος, ο)
κωνοφόρο δέντρο
αρχ.
1. κούπα από έλατο
2. το περικάλυμμα του καρπού τών φοινίκων στο δέσιμό τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Επειδή γενικότερα οι ονομασίες τών κωνοφόρων δένδρων διαφέρουν στις ΙΕ γλώσσες, η σύνδεση με αρμ. elew-in «κέδρος», ρωσ. jalov-ec και jelen-ec «άρκευθος» είναι αβέβαιη. Ο νεοελλ. τ. το έλατο(ν), πιθ. από τον πληθ. τα έλατα (πρβλ. πεύκο(ν), πεύκα), σχηματίστηκε είτε κατά τον γενικό χαρακτηρισμό «τα δένδρα» είτε αναλογικά προς τους αρχαίους πληθυντικούς τα σίτα, τα κέλευθα. Το αρσ. γένος στον τ. ο έλατος οφείλεται στη μεγεθυντική του σημασία (πρβλ. βρόντος-βροντή, πεύκος-πεύκη κ.ά.). Τέλος το ουδ. ελάτι < ελάτ-ιον, υποκορ. του ελάτη].