κουρελής

Revision as of 13:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

ο, θηλ. κουρελού
1. αυτός που φορά κουρελιασμένα ρούχα, κουρελιάρης, ρακένδυτος
2. το θηλ. η κουρελού
χαλί ή κλινοσκέπασμα από κατάλληλα υφασμένα και ραμμένα μεταξύ τους κουρέλια ή αποκόμματα υφασμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουρέλι + κατάλ. -λής (< τουρκ. κατάλ. -li), πρβλ. γουρ-λής, παρα-λής].