λεχώνα

From LSJ
Revision as of 14:25, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[")

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347

Greek Monolingual

η (Α λεχώ, -οῦς και λεκχώ)
η γυναίκα που μόλις γέννησε και μέχρι τη συμπλήρωση σαράντα ημερών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο νεοελλ. τ. λεχώνα σχηματίστηκε από την αιτ. λεχών του λεχώ, κατά τα πολλά τριτόκλιτα (πρβλ.εἰκών - τὴν εἰκόνα: η εικόνα). Ο τ. λεχώ < λέχος + επίθημα -ώ, το οποίο απαντά σε θηλ. ον. (πρβλ. μορμ-ώ, μορφ-ώ)
ο τ. λεκχώ απαντά σε επιγραφή στους Δελφούς και εμφανίζει εκφραστικό διπλασιασμό (-κχ-)].