βυτίνα

From LSJ
Revision as of 08:27, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues

Source

Greek Monolingual

η (AM βυτίνη)
πήλινο δοχείο για νερό, κρασί ή λάδι
αρχ.
ουροδοχείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. όπως είναι και πολλές άλλες λέξεις που δηλώνουν δοχεία (πρβλ. αμίς, βούτη κ.ά.). Παράλληλα προς τον τ. βυτίνη υπάρχει ο τ. πυτίνη «πλεκτή φιάλη με επένδυση από κλαδιά ή φλοιό λυγαριάς». Δεν είναι γνωστό ποιος από τους δύο τύπους είναι προγενέστερος. Εάν θεωρηθεί ως αρχικός ο τ. βυτίνη, είναι πιθανή η σύνδεση με τις γλώσσες του Ησυχίου βύττος «γυναικός αιδοίον», βύτανα «κόνδυλοι», ενώ με αρχικό τ. πυτίνη δεν αποκλείεται η υπόθεση ότι πρόκειται για δάνεια λ., αν και μόνο ο τ. με το ηχηρό -β- απαντά στις ξένες γλώσσες. Το λατ. butina είναι δάνειο από την Ελληνική
πρβλ. επίσης και λατ. buttis «βαρέλι» > butticula, butticella].