ὁμαλύνω

From LSJ
Revision as of 13:40, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love | Tis not my nature to join in hating, but in loving (Sophocles, Antigone 523)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμᾰλύνω Medium diacritics: ὁμαλύνω Low diacritics: ομαλύνω Capitals: ΟΜΑΛΥΝΩ
Transliteration A: homalýnō Transliteration B: homalynō Transliteration C: omalyno Beta Code: o(malu/nw

English (LSJ)

   A = ὁμαλίζω 1.1, τὴν κονδύλωσιν Hp.Haem.5, cf. Pl. Ti. 45e ; τὴν ἄρουραν Arist.Pol.1284a30.    II bring the body to an even temperature, Id.Mete.381a20, cf. Metaph.1032b19 (Pass.).    2 make regular, τὸ πνεῦμα Antyll. ap. Orib.6.5.1.

German (Pape)

[Seite 329] ebenen, glätten, τὰς κινήσεις, αὐτῶν ὁμαλυνθεισῶν ἡσυχία γίγνεται, Plat. Tim. 45 e.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμᾰλύνω: [ῡ], = ὁμαλίζω, Ἱππ. 893F, Τίμ. Λοκρ. 45Ε. ΙΙ. ἐν τῷ παθητ., πρβλ. Μετεωρ. 4. 3, 17. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 169.

French (Bailly abrégé)

c. ὁμαλίζω.
Étymologie: ὁμαλός.

Greek Monolingual

ὁμαλύνω)
καθιστώ κάτι ομαλό, επίπεδο, ισιώνω («ἀφαιροῡντα δὲ τοὺς ὑπερέχοντας τῶν σταχύων ὁμαλῡναι τὴν ἄρουραν», Αριστοτ.)
νεοελλ.
εξαλείφω τις ανωμαλίες, εξομαλύνω
αρχ.
1. φέρνω το σώμα στην κανονική του θερμοκρασία
2. καθιστώ κάτι κανονικό, εύρυθμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμαλός (πρβλ. λεπτός > λεπτύνω)].

Russian (Dvoretsky)

ὁμᾰλύνω: Plat., Arst. = ὁμαλίζω.